empty
start
toc
back

Γλωσσάρι -Λέξεις από Δ


A - B - Γ (C) - Δ - E - Z - H - K - Λ - M - N - O - Π (P) - Ρ (R) - Σ (S) - T - Φ (F) - X

Δαρδανέλλια
στενά των Δαρδανελλίων, κανάλι εισόδου που οδηγεί στην Κωνσταντινούπολη.
Διοικητής Γαλιασσών (Capitano delle Galeazze)
στρατιωτικό αξίωμα πρώτου βαθμού στο cursus honorum των ευγενών που είχαν ήδη φθάσει σε αξιώματα ήσσονος σημασίας όπως εκείνα του sopracomito, του διοικητή των πλοίων, και του διοικητή των γαλερών.
(Γενικός) Διοικητής Θάλασσας ή Επικεφαλής Θάλασσας ή Γενικός Ναύαρχος (Capitano General da mar)
ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα του πολεμικού ναυτικού. Απονεμόταν συνήθως σε μέλη της ενετικής τάξης των ευγενών.
Διοικητής (Κυβερνήτης) Κόλπου (Capitano da Golfo)
ανώτατο αξίωμα για το συντονισμό του πολεμικού ναυτικού το οποίο δινόταν σε περίπτωση πολέμου, όπως έγινε στον πόλεμο του Χάνδακα, σε ευγενείς μεγάλου κύρους.
Διοικητής Mηχανικός (Capitano Ingegnere)
καινούριο τεχνικό αξίωμα, που εμφανίζεται από το πρώτο μισό του 16ου αιώνα, σε μια προσπάθεια να ξεπεραστεί ο ανταγωνισμός για την προετοιμασία της άμυνας μεταξύ των στρατιωτικών και των τεχνικών υπευθύνων.
Διοικητής των Παρατάξεων (Υπασπιστής)
στρατιωτικός επιφορτισμένος με την εποπτεία του συνόλου της εκπαίδευσης και της οργάνωσης των στρατευμάτων. Είναι σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι αυτό το στρατιωτικό αξίωμα - μαζί με πολλά άλλα - είχε όρια πολύ ρευστά τα οποία μεταβάλλονταν με το χρόνο.
Διοικητής Πεζικού (Capitano dei Fanti)
στρατιωτικό αξίωμα με αρμοδιότητες διοίκησης και ελέγχου των στρατευμάτων ξηράς.
Δόγης (Doge)
ανώτατο αξίωμα προβλεπόμενο από την ενετική νομοθεσία, που συνήθως απονεμόταν σ' ένα ευγενή της πρωτεύουσας που είχε φθάσει στο υψηλότερο σημείο της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Μαζί με εκείνο του Επιτρόπου του Αγίου Μάρκου, ήταν το μοναδικό ισόβιο αξίωμα που προβλεπόταν από τους νόμους. Εκλεγόταν από μια επιτροπή με σαρανταένα μέλη, επιλεγμένα μεταξύ των μελών του Ανωτέρου Συμβουλίου. Προέδρευε στις συνεδριάσεις του Ανωτέρου Συμβουλίου και της Γερουσίας.
δόρυ (picca)
είδος όπλου με κοντάρι, μήκους 7 μέτρων περίπου, με μύτη από ατσάλι, που χρησιμοποιούνταν από το πεζικό.
δουκάτο (ducato)
χρυσό βενετικό νόμισμα που άρχισε να κόβεται στη Βενετία από το 1284 με το ίδιο βάρος και τίτλο του φλωρινίου της Φλωρεντίας. Το δουκάτο, που ονομαζόταν και 'τσεκίνι', διατήρησε το βάρος του των 3,5 γραμμαρίων από καθαρό σχεδόν χρυσό από την πρώτη του έκδοση μέχρι την πτώση της Βενετίας.

Ένα ιδεατό ταξίδι στις ενετικές ιστορικές πηγές
Πορεία: η Βενετία και η Ανατολή (15ος αι. - 18ος αι.)
© 1996 Κοινοπραξία VENIVA