|
Ένα άλλο βασικό ζήτημα που απασχολούσε σοβαρά τους διοικητές που στάλθηκαν
στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα ήταν σίγουρα εκείνο των σχέσεων
μεταξύ ελληνοκαθολικού και ρωμαιοκαθολικού κλήρου. Στην Κέρκυρα στάλθηκε
ένας Λατίνος αρχιεπίσκοπος στον οποίο υπάγονταν οι επίσκοποι της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς . Η ίδια εκκλησιαστική ιεραρχία ίσχυε και για τον ελληνικό κλήρο: στον Πρωτόπαπα - ομόλογο του Λατίνου αρχιεπισκόπου στην Κέρκυρα - υπάγονταν ιεραρχικά
οι επίσκοποι της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς. Κάτω από αυτήν τη διοικητική
δομή και υπαγόμενος σε αυτήν, υπήρχε ο ενοριακός κλήρος. Ο μεν ελληνικός
κλήρος ήταν πολυάριθμος και με μεγάλη διασπορά στην ύπαιθρο, ενώ ο λατινικός
ήταν ελαχιστότατος και έδρευε κυρίως στην πόλη της Κέρκυρας, στο φρούριό
της και στα πλοία του στόλου. Υπήρχε μια αντίθεση σε ό,τι αφορούσε στο στυλ,
τις παραδόσεις και τη γλώσσα που είχε αντίκτυπο σε πολλές δημόσιες εκδηλώσεις,
στη θρησκευτική λατρεία και στις πολιτικές τελετές. Παράδειγμα είναι η διαφωνία
γύρω από το ποιος θα είχε την πρωτοκαθεδρία στην τελετή άφιξης του νέου Γενικού Προνοητή (ποιος έπρεπε να του υποβάλλει πρώτος τα σέβη του;). Συγκρούσεις και διεκδικήσεις
που σπανίως έφθαναν στα δικαστήρια και τα συμβούλια της πρωτεύουσας και
που συχνά λύνονταν με την επέμβαση και την ουσιαστική μεσολάβηση του τοπικού
Προνοητή. Παραδείγματος χάριν, η επέμβαση του Προνοητή Vendramin θα λύσει
το 1632 τη διένεξη, που θα μπορούσε να έχει πολύ επικίνδυνα αποτελέσματα,
μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων γύρω από τη μετακομιδή των λειψάνων του Αγίου
Αρσενίου από την παλιά μητρόπολη στον καινούριο μητροπολιτικό ναό του Αγίου
Ιακώβου στην πόλη. |